Κορινθος

Κορινθος
    Κόρινθος
    I
    ἥ, реже ὅ
    

(Hom. тж. Ἐφύρη) Коринф (главный город области Κορινθία, занимавшей большую часть Коринфского перешейка - Ἰσθμός Κορίνθου - и прилегающую часть Пелопоннеса; эпитеты: у Hom. ἀφνειός «богатый», у Her. εὐδαίμων «счастливый») Hom., Her. etc.

    II
    ὅ Коринф (сын Зевса, легендарный основатель г. Коринф)
    

Διὸς Κ. погов. Plat., Arph. — Коринф - сын Зевса, т.е. «сказка про белого бычка» (в связи, с тем, что один посол из Коринфа, прибыв в Мегару, то и дело гордо прибавлял к названию своего города Διός)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "Κορινθος" в других словарях:

  • Κόρινθος — at fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κόρινθος — Πόλη (υψόμ. 10 μ., 29.787 κάτ.) και πρωτεύουσα του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στον μυχό του Κορινθιακού κόλπου, στην εθνική οδό Αθηνών Πατρών, σε απόσταση 84 χλμ. από την Αθήνα. Αποτελεί έδρα του δήμου Κορινθίων. Ιδρύθηκε το 1858, όταν… …   Dictionary of Greek

  • Κόρινθος — Sp Korintas Ap Κόρινθος/Korinthos L sen. gr. polis ir mst., Korintijos nomo c., C Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Αρχαία Κόρινθος — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ., 1.800 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται νοτιοδυτικά και κοντά στην Κόρινθο. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κορινθίων …   Dictionary of Greek

  • Κορίνθω — Κόρινθος at fem nom/voc/acc dual Κόρινθος at fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Коринф — (Κόρινθος) важнейший торговый город древней Греции, благодаря положению на перешейке, на дороге из Пелопоннеса в сев. Грецию, между Коринфским и Сароническим заливами, с гаванями Лехеон на З., Схенос и Кенхреи на В; первые две соединялись… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Αραβαντινός, Ιωάννης — (Κόρινθος 1850 – Ελβετία 1907).Νομομαθής. Σπούδασε στην Αθήνα και έπειτα στη Γερμανία και την Αυστρία· το 1875 διορίστηκε δικηγόρος στην Αθήνα, αλλά κυρίως ασχολήθηκε συστηματικά με την καλλιέργεια της νομικής επιστήμης και δημοσίευσε αξιόλογες… …   Dictionary of Greek

  • Βουρλέκη-Γαλανάκη, Αντιγόνη — (Κόρινθος 1912 –). Πεζογράφος και ποιήτρια. Άρχισε σπουδές στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, χωρίς όμως να τις ολοκληρώσει. Έγραψε ποιήματα και διηγήματα. Στα ελληνικά γράμματα παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1929 δημοσιεύοντας το ποίημά …   Dictionary of Greek

  • Γαβαλάς, Δημήτρης — (Κόρινθος 1949 –). Μαθηματικός και λογοτέχνης. Σπούδασε στη μαθηματική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Σταδιοδρόμησε, αρχικά, ως επιστημονικός συνεργάτης στην πολυτεχνική σχολή του Πανεπιστημίου Πατρών (1974 76) και, στη συνέχεια, ως ερευνητής… …   Dictionary of Greek

  • Γεώργιος ο Αιτωλός — (Κόρινθος 1525 – 1580). Λόγιος και στιχουργός. Ελάχιστα βιογραφικά του στοιχεία είναι γνωστά. Φαίνεται ότι έδρασε ως δάσκαλος στην Κόρινθο, στη Βενετία και στην Κωνσταντινούπολη. Εκτός από μερικές επιστολές του και διάφορα στιχουργήματά του, στα… …   Dictionary of Greek

  • Δείναρχος — (Κόρινθος 360; – αρχές 3ου αι. π.Χ.). Ρήτορας. Έζησε στην Αθήνα ως μέτοικος γράφοντας λόγους για άλλους, κατά την περίοδο που βρισκόταν στην εξουσία η φιλομακεδονική κυβέρνηση που είχε εγκαθιδρύσει ο Κάσσανδρος και αργότερα όταν την εξουσία… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»